- νωτιαίων
- νωτιαί̱ων , νωτιαῖοςspinalfem gen plνωτιαί̱ων , νωτιαῖοςspinalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
μυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη… … Dictionary of Greek
ριζαλγία — και ριζιδαλγία, η, Ν ιατρ. νευραλγία που προκαλείται από ερεθισμό τής οπίσθιας ρίζας ενός ή περισσότερων νωτιαίων νεύρων, η οποία γίνεται αισθητή στα δερμοτόμια που αντιστοιχούν στις πάσχουσες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ριζομερής — ές, Ν φυσιολ. (για περιοχή τού δέρματος) αυτός τού οποίου τα νεύρα προέρχονται από την ίδια ρίζα ζεύγους νωτιαίων νεύρων … Dictionary of Greek
αισθητήριοι οδοί — Οι οδοί που δημιουργούνται στον νωτιαίο μυελό από τα νευρικά κύτταρα, τα οποία δέχονται και μεταβιβάζουν σήματα από διάφορα αισθητήρια όργανα και δέκτες. Ερεθίσματα από σωματικούς δέκτες μπαίνουν στον νωτιαίο μυελό μέσω των ραχιαίων ριζών των… … Dictionary of Greek
κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… … Dictionary of Greek
Μαζαντί, Φρανσουά — (Francois Magendie, 1783 – 1855). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της πειραματικής φυσιολογίας. Ένας από τους μαθητές του στο College de France, όπου δίδαξε από το 1830, ήταν και ο Κλοντ Μπερνάρ, που θεμελίωσε την πειραματική ιατρική. Ο Μ. έκανε… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
ριζονευρίτιδα — η ή ριζίτιδα, η (ιατρ.), φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)